πηγή http://www.protothema.gr/
Αμερικανοί επιστήμονες ανέπτυξαν μια νέα νανοτεχνολογική μέθοδο
αντιμετώπισης σοβαρών αυτοάνοσων ασθενειών, όπως η σκλήρυνση κατά
πλάκας, που βασίζεται στην τροποποίηση ενός μικροσκοπικού σωματιδίου, το
οποίο, όταν εισάγεται στον οργανισμό, απενεργοποιεί το ανοσοποιητικό
σύστημα, έτσι ώστε να μην επιτίθεται πια στον ασθενή.
Η πρωτοποριακή τεχνική, που αρχικά δοκιμάστηκε με επιτυχία σε πειραματόζωα, θα μπορούσε μελλοντικά να αξιοποιηθεί σε διάφορες αυτοάνοσες ανθρώπινες παθήσεις, τον διαβήτη τύπου 1, το άσθμα, τις τροφικές αλλεργίες κ.α.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Northwestern, με επικεφαλής τον καθηγητή μικροβιολογίας - ανοσολογίας Στέφεν Μίλερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοτεχνολογίας "Nature Biotechnology", σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», κατάφεραν να σταματήσουν την επιδείνωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας σε ποντίκια.
Στη συγκεκριμένη νευρολογική νόσο, το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στην προστατευτική μεμβράνη της μυελίνης, η οποία περιβάλλει και μονώνει τα νεύρα του εγκεφάλου, του νωτιαίου μυελού και των ματιών.
Όταν η μυελίνη καταστρέφεται, τα ηλεκτρικά σήματα δεν είναι δυνατό να μεταδοθούν σωστά μέσων των νεύρων, με μια πληθώρα συνεπειών (μούδιασμα, παράλυση, τύφλωση κ.α.).
Οι ερευνητές εισήγαγαν με ενδοφλέβια ένεση στο σώμα των πειραματόζωων νανοσωματίδια στα οποία είχαν προσαρτήσει ειδικά αντιγόνα μυελίνης, δηλαδή πρωτεΐνες που σταματούν το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίζει την μυελίνη ως ξένο εισβολέα. Με αυτόν τον τρόπο, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκατέστησε τις φυσιολογικές αντιδράσεις του και έπαψε να καταστρέφει μόνο του τα νεύρα των ζώων.
Οι Αμερικανοί ερευνητές, αφού σταμάτησαν την εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας χάρη στη νέα τεχνική, εμπόδισαν την επανεμφάνισή της στα πειραματόζωα για διάστημα έως 100 ημερών, κάτι που ισοδυναμεί με αρκετά χρόνια από τη ζωή ενός ανθρώπου ασθενούς.
Έτσι, στο μέλλον, αντί να παίρνουν κάποιο ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, που θα καταστέλλει όλο το ανοσοποιητικό σύστημα (πράγμα που έχει γενικότερες παρενέργειες, όπως μεγαλύτερη πιθανότητα για λοιμώξεις και καρκίνο), οι ασθενείς θα μπορούν να κάνουν τη θεραπεία με νανοσωματίδια, τα οποία επιλεκτικά θα «φρενάρουν» εκείνο το τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος που ευθύνεται για την πρόκληση της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Για «σημαντικό επίτευγμα» έκανε λόγο ο Μίλερ και επεσήμανε ότι «η ομορφιά της νέας τεχνικής είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές αυτοάνοσες παθήσεις. Απλώς αρκεί να αλλάξουμε το αντιγόνο που συνδέεται με τα νανοσωματίδια».
Τα εν λόγω νανοσωματίδια, που έχουν διάμετρο 500 νανομέτρων (δισεκατομμυριοστών του μέτρου) και παράγονται από ένα βιοδιασπώμενο πολυμερές (PLG), έχουν ήδη εγκριθεί από την αρμόδια ρυθμιστική Αρχή των ΗΠΑ Food and Drug Administration (FDA), για διαφορετική όμως χρήση. Σύμφωνα με τους ερευνητές, θα μπορούσαν να παραχθούν εύκολα σε μεγάλους αριθμούς, γεγονός που θα καταστήσει φθηνότερη μια μελλοντική νανοτεχνολογική θεραπεία σε σχέση με άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Ήδη η τεχνική δοκιμάζεται σε άλλες παθήσεις όπως ο διαβήτης τύπου 1 και το άσθμα. Ακόμα, η νέα μέθοδος θα μπορούσε μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς που έχουν κάνει μεταμόσχευση, ώστε να «εκπαιδευθεί» κατάλληλα το ανοσοποιητικό σύστημά τους και να μην απορρίπτει το μόσχευμα, θεωρώντας το ξένο σώμα.
Η πρωτοποριακή τεχνική, που αρχικά δοκιμάστηκε με επιτυχία σε πειραματόζωα, θα μπορούσε μελλοντικά να αξιοποιηθεί σε διάφορες αυτοάνοσες ανθρώπινες παθήσεις, τον διαβήτη τύπου 1, το άσθμα, τις τροφικές αλλεργίες κ.α.
Οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Northwestern, με επικεφαλής τον καθηγητή μικροβιολογίας - ανοσολογίας Στέφεν Μίλερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοτεχνολογίας "Nature Biotechnology", σύμφωνα με τη βρετανική «Ιντιπέντεντ», κατάφεραν να σταματήσουν την επιδείνωση της σκλήρυνσης κατά πλάκας σε ποντίκια.
Στη συγκεκριμένη νευρολογική νόσο, το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στην προστατευτική μεμβράνη της μυελίνης, η οποία περιβάλλει και μονώνει τα νεύρα του εγκεφάλου, του νωτιαίου μυελού και των ματιών.
Όταν η μυελίνη καταστρέφεται, τα ηλεκτρικά σήματα δεν είναι δυνατό να μεταδοθούν σωστά μέσων των νεύρων, με μια πληθώρα συνεπειών (μούδιασμα, παράλυση, τύφλωση κ.α.).
Οι ερευνητές εισήγαγαν με ενδοφλέβια ένεση στο σώμα των πειραματόζωων νανοσωματίδια στα οποία είχαν προσαρτήσει ειδικά αντιγόνα μυελίνης, δηλαδή πρωτεΐνες που σταματούν το ανοσοποιητικό σύστημα να αναγνωρίζει την μυελίνη ως ξένο εισβολέα. Με αυτόν τον τρόπο, το ανοσοποιητικό σύστημα αποκατέστησε τις φυσιολογικές αντιδράσεις του και έπαψε να καταστρέφει μόνο του τα νεύρα των ζώων.
Οι Αμερικανοί ερευνητές, αφού σταμάτησαν την εξέλιξη της σκλήρυνσης κατά πλάκας χάρη στη νέα τεχνική, εμπόδισαν την επανεμφάνισή της στα πειραματόζωα για διάστημα έως 100 ημερών, κάτι που ισοδυναμεί με αρκετά χρόνια από τη ζωή ενός ανθρώπου ασθενούς.
Έτσι, στο μέλλον, αντί να παίρνουν κάποιο ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, που θα καταστέλλει όλο το ανοσοποιητικό σύστημα (πράγμα που έχει γενικότερες παρενέργειες, όπως μεγαλύτερη πιθανότητα για λοιμώξεις και καρκίνο), οι ασθενείς θα μπορούν να κάνουν τη θεραπεία με νανοσωματίδια, τα οποία επιλεκτικά θα «φρενάρουν» εκείνο το τμήμα του ανοσοποιητικού συστήματος που ευθύνεται για την πρόκληση της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Για «σημαντικό επίτευγμα» έκανε λόγο ο Μίλερ και επεσήμανε ότι «η ομορφιά της νέας τεχνικής είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές αυτοάνοσες παθήσεις. Απλώς αρκεί να αλλάξουμε το αντιγόνο που συνδέεται με τα νανοσωματίδια».
Τα εν λόγω νανοσωματίδια, που έχουν διάμετρο 500 νανομέτρων (δισεκατομμυριοστών του μέτρου) και παράγονται από ένα βιοδιασπώμενο πολυμερές (PLG), έχουν ήδη εγκριθεί από την αρμόδια ρυθμιστική Αρχή των ΗΠΑ Food and Drug Administration (FDA), για διαφορετική όμως χρήση. Σύμφωνα με τους ερευνητές, θα μπορούσαν να παραχθούν εύκολα σε μεγάλους αριθμούς, γεγονός που θα καταστήσει φθηνότερη μια μελλοντική νανοτεχνολογική θεραπεία σε σχέση με άλλες εναλλακτικές λύσεις.
Ήδη η τεχνική δοκιμάζεται σε άλλες παθήσεις όπως ο διαβήτης τύπου 1 και το άσθμα. Ακόμα, η νέα μέθοδος θα μπορούσε μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς που έχουν κάνει μεταμόσχευση, ώστε να «εκπαιδευθεί» κατάλληλα το ανοσοποιητικό σύστημά τους και να μην απορρίπτει το μόσχευμα, θεωρώντας το ξένο σώμα.